- αζιδοξέα
- Ενώσεις που προέρχονται από τα καρβουνικά οξέα με την αντικατάσταση ενός αλκυλικού υδρογόνου τους με τη ρίζα του υδραζωτικού οξέος, και λαμβάνονται από τους αλογονωμένους καρβονικούς εστέρες με την επίδραση υδραζωτικού νατρίου.
Dictionary of Greek. 2013.